καταπραγματεύω

καταπραγματεύω
καταπραγματεύω
pres subj act 1st sg
καταπραγματεύω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπραγματευόμενον — καταπραγματεύω pres part mp masc acc sg καταπραγματεύω pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματευσάμενος — καταπραγματεύω aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματευόμενοι — καταπραγματεύω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματευόμενος — καταπραγματεύω pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματεύεται — καταπραγματεύω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματεύομαι — καταπραγματεύω pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματεύονται — καταπραγματεύω pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματεύσασθαι — καταπραγματεύω aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραγματεύομαι — και, κατά το λεξ. Σούδα, καταπραγματεύω (AM) 1. πιθ. εμπορεύομαι κάτι, επιζητώ κέρδος από κάτι ή, κατ άλλους, μεταχειρίζομαι διάφορα μέσα εναντίον κάποιου 2. μτφ. ασχολούμαι 3. διαπραγματεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”